→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἄναλος τὸ ἄναλον
      γενική τοῦ/τῆς ἀνάλου τοῦ ἀνάλου
      δοτική τῷ/τῇ ἀνάλ τῷ ἀνάλ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἄναλον τὸ ἄναλον
     κλητική ! ἄναλε ἄναλον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἄναλοι τὰ ἄναλ
      γενική τῶν ἀνάλων τῶν ἀνάλων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀνάλοις τοῖς ἀνάλοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀνάλους τὰ ἄναλ
     κλητική ! ἄναλοι ἄναλ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀνάλω τὼ ἀνάλω
      γεν-δοτ τοῖν ἀνάλοιν τοῖν ἀνάλοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄναλος < ἄν + ἁλός (: γενική ενικού της λέξης ἅλς)

  Επίθετο

επεξεργασία

ἄναλος, -ος, -ον

  1. ανάλατος
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ ἄλφιτα καὶ μάζαν καὶ τὰ ὅμοια, 21.5 @scaife.perseus
    Διὰ τί οἱ ἄναλοι ἄρτοι πλείονα σταθμὸν ἔχουσιν τῶν ἡλισμένων, τῶν ἄλλων αὐτοῖς ἴσων ὑπαρχόντων; εἰκὸς δὲ ἦν τοὐναντίον· οἱ γὰρ ἅλες πρόσκεινταί τε καὶ βαρύτεροι τοῦ ὕδατός εἰσιν.
    ※  2ος κε αιώνας Γαληνός, De compositione medicamentorum per genera, 1.4, p.376 @scaife.perseus
    χρὴ δὲ τὸ στέαρ ἄναλόν τε καὶ ὡς ἔνι μάλιστα παλαιότατον εἶναι, τό τε ἔλαιον ὁμοίως παλαιόν. ἐμάθετε γάρ πως παραπλησίας μὲν εἶναι ἀλλήλοις δυνάμεως τό τε ἔλαιον καὶ τὸ στέαρ τῶν ὑῶν, μαλακτικώτερον βραχὺ καὶ θερμότερον ὂν τῇ δυνάμει τὸ στέαρ.
  2. (για αλάτι) που δεν έχει έντονη γεύση
    ※  2ος κε αιώνας Καινή Διαθήκη, Εὐαγγέλιον κατὰ Μᾶρκον, 9.50
    καλὸν τὸ ἅλας· ἐὰν δὲ τὸ ἅλας ἄναλον γένηται, ἐν τίνι αὐτὸ ἀρτύσετε; ἔχετε ἐν ἑαυτοῖς ἅλας, καὶ εἰρηνεύετε ἐν ἀλλήλοις.

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἄν και ἅλς