Δείτε επίσης: Ἀμοργός, Αμοργός, ἄμοργος

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμοργός < ἀμοργ- (όπως ἀμόργη), θέμα στο ρήμα ἀμέργω (δρέπω, κόβω καρπούς) [1]

  Επίθετο

επεξεργασία
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀμοργός τὸ ἀμοργόν
      γενική τοῦ/τῆς ἀμοργοῦ τοῦ ἀμοργοῦ
      δοτική τῷ/τῇ ἀμοργ τῷ ἀμοργ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀμοργόν τὸ ἀμοργόν
     κλητική ! ἀμοργέ ἀμοργόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀμοργοί τὰ ἀμοργᾰ́
      γενική τῶν ἀμοργῶν τῶν ἀμοργῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀμοργοῖς τοῖς ἀμοργοῖς
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀμοργούς τὰ ἀμοργᾰ́
     κλητική ! ἀμοργοί ἀμοργᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀμοργώ τὼ ἀμοργώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀμοργοῖν τοῖν ἀμοργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'βοηθός' όπως «βοηθός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

ἀμοργός, -ός, -όν

  • που προφυλάσσει από κάτι
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, (αποδίδεται) Περὶ αἰσθήσεως καὶ αἰσθητῶν, 437b
    Ἐμπεδοκλῆς δ΄ ἔοικε νομίζοντι ὁτὲ μὲν ἐξιόντος τοῦ φωτός͵ ὥσπερ εἴρηται πρότερον͵ βλέπειν· λέγει γοῦν οὕτως· ὡς δ΄ ὅτε τις πρόοδον νοέων ὡπλίσσατο λύχνον χειμερίην διὰ νύκατα͵ πυρὸς σέλας αἰθομένοιο͵ ἅψας παντοίων ἀνέμων λαμπτῆρας ἀμοργούς͵ οἵ τ΄ ἀνέμων μὲν πνεῦμα διασκιδνᾶσιν ἀέντων͵ πῦρ δ΄ ἔξω διαθρῷσκον͵ ὅσον ταναώτερον ἦεν͵ λάμπεσκεν κατὰ βηλὸν ἀτειρέσιν ἀκτίνεσσιν·
    Ο Εμπεδοκλής φαίνεται πιστεύων άλλοτε μεν ότι η όψις βλέπει, ως προείπομεν, διότι εξέρχεται το φως εκ του οφθαλμού. Λέγει π. χ. ταύτα: “Καθώς, ότε σκοπεύων τις να οδοιπορήση κατά χειμερινήν νύκτα, προετοιμάζει λύχνον, λάμψιν πυρός φλεγομένου, κλείσας αυτόν εις φανόν αποκρούοντα τους διαφόρους ανέμους, και ούτος μεν το φύσημα των πνεόντων ανέμων διασκορπίζει, το δε φως πηδών έξω του φανού, μακρότατα εκτείνεται και λάμπει με φωτεινότατας ακτίνας υπέρ το κατώφλιον (εις τον ουρανόν),
    Μετάφραση στη Βικιθήκη (1912): Παύλος Γρατσιάτος.
    ΣτΕ: Ο Αριστοτέλης αναφέρεται σε ένα απόσπασμα του Εμπεδοκλή, ο οποίος εξηγούσε πώς βλέπει ο άνθρωπος.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμοργός οἱ ἀμοργοί
      γενική τοῦ ἀμοργοῦ τῶν ἀμοργῶν
      δοτική τῷ ἀμοργ τοῖς ἀμοργοῖς
    αιτιατική τὸν ἀμοργόν τοὺς ἀμοργούς
     κλητική ! ἀμοργέ ἀμοργοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμοργώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμοργοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ἀμοργός, -οῦ αρσενικό

  1. (< ἀμέργω)
    1. αυτός που συνθλίβει, αποστραγγίζει, αρμέγει
    2. (μεταφορικά) αυτός που συνθλίβει, που εκμεταλλεύεται
      παράγωγα και συγγενικά: → δείτε τις λέξεις ἀμόργη και ἀμέργω
  2. συνώνυμο του ἀμοργίς
    → δείτε παράγωγα στο Ἀμοργός (το νησί Αμοργός) & ἀμέργω

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Αμοργός - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)