Δείτε επίσης: Αμοργός, ἀμοργός, ἄμοργος, Ἄμοργος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
αρσενικό ή θηλυκό
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική
Ἀμοργός
      γενική τοῦ
τῆς
Ἀμοργοῦ
      δοτική τῷ
τῇ
Ἀμοργ
    αιτιατική τὸν
τὴν
Ἀμοργόν
     κλητική ! Ἀμοργέ
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ἀμοργός < αρχαία ελληνική ἀμοργός (ως συνώνυμο του ἀμοργίς) < ἀμέργω

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ἀμοργός αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Συγγενικά επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις ἀμοργίς και ἀμέργω

  Πηγές επεξεργασία