Ἀμοργός
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός αρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ ἡ |
Ἀμοργός | ||||||
γενική | τοῦ τῆς |
Ἀμοργοῦ | ||||||
δοτική | τῷ τῇ |
Ἀμοργῷ | ||||||
αιτιατική | τὸν τὴν |
Ἀμοργόν | ||||||
κλητική ὦ! | Ἀμοργέ | |||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀμοργός < αρχαία ελληνική ἀμοργός (ως συνώνυμο του ἀμοργίς) < ἀμέργω
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈμοργός αρσενικό ή θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀμόργεια (ουδέτερο πληθυντικός)
- Ἀμόργιος
- Ἀμοργῖνος
- Ἀμοργίτης
- ἀμοργός αρσενικό (στη σημασία: είδος υφάσματος που παρασκευαζόταν στην Αμοργό)
- ἄμοργος
- ἀμοργός
- ἀμόργη (είδος λιναριού)
→ και δείτε τις λέξεις ἀμοργίς και ἀμέργω
Πηγές
επεξεργασία- Ἀμοργός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Ως αρσενικό στο LSJ, ως θηλυκό στο DGE. - ως θηλυκό ἡ Ἄμοργος σελ.102.jpg στο Ἀμοργός - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.