ἀμέργω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀμέργω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαἀμέργω
- κόβω με δρεπάνι
- μαζεύω από το δέντρο, συλλέγω καρπούς ή άνθη
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.882, @scaife.perseus
- καρπὸν ἀμέργουσιν πεποτημέναι· ὧς ἄρα ταίγε
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12.79, p.v.3.p.223 @scaife.perseus. (απόσπασμα από ποίημα της Σαπφούς)
- καὶ Σαπφώ φησιν (fr. 121 B4) ἰδεῖν ‘ἄνθε’ ἀμέργουσαν παῖδ’ ἄγαν ἁπαλάν.‘’
- → δείτε παράθεμα στο ἀμέρξων
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.882, @scaife.perseus
- (στη μέση φωνή) κόβω για τον εαυτό μου
- → δείτε παράθεμα στο ἀμερξάμενος
- → δείτε παράθεμα στο ἀμεργόμενος
Σύνθετα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἀμέργω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀμέργω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.