Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμέργω < λείπει η ετυμολογία

ἀμέργω

  1. κόβω με δρεπάνι
  2. μαζεύω από το δέντρο, συλλέγω καρπούς ή άνθη
    ※  3ος πκε αιώνας Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 1.882, @scaife.perseus
    καρπὸν ἀμέργουσιν πεποτημέναι· ὧς ἄρα ταίγε
    ※  2ος/3ος κε αιώνας Αθήναιος ο Ναυκρατίτης, Δειπνοσοφισταί, 12.79, p.v.3.p.223 @scaife.perseus. (απόσπασμα από ποίημα της Σαπφούς)
    καὶ Σαπφώ φησιν (fr. 121 B4) ἰδεῖν ‘ἄνθε’ ἀμέργουσαν παῖδ’ ἄγαν ἁπαλάν.‘’
    → δείτε παράθεμα στο ἀμέρξων
  3. (στη μέση φωνή) κόβω για τον εαυτό μου
    → δείτε παράθεμα στο ἀμερξάμενος
    → δείτε παράθεμα στο ἀμεργόμενος

Συγγενικά

επεξεργασία