Δείτε επίσης: Ἀμόργης
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀμόργης οἱ ἀμόργαι
      γενική τοῦ ἀμόργου τῶν ἀμοργῶν
      δοτική τῷ ἀμόργ τοῖς ἀμόργαις
    αιτιατική τὸν ἀμόργην τοὺς ἀμόργᾱς
     κλητική ! ἀμόργη ἀμόργαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀμόργ
γεν-δοτ τοῖν  ἀμόργαιν
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀμόργης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀμόργης, -ου αρσενικό

  • άλλη μορφή του ἀμόργη
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Περὶ χρωμάτων, 5 @scaife.perseus
    Τὰ δὲ καὶ πλείους ἐπ αὐτοῖς ἔχει χρόας, καθάπερ καὶ ἐπὶ τῆς μήκωνος ὁ ὀπὸς καὶ τῆς ἐλαίας ὁ ἀμόργης· καὶ γὰρ οὗτος τὸ μὲν πρῶτον γίνεται λευκός, καθάπερ καὶ ὁ τῆς ῥοιᾶς καρπός, λευκανθεὶς δὲ πάλιν εἰς τὸ φοινικιοῦν μεταβάλλει χρῶμα, τὸ δὲ τελευταῖον πολλῷ τῷ μέλανι κραθεὶς γίνεται κυανοειδής.