Δείτε επίσης: ἀμόργης, ἀμόργη

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Ἀμόργης < λείπει η ετυμολογία

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Ἀμόργης, -ου αρσενικό

  • ανδρικό όνομα
    5ος πκε αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 121.1
    πυθόμενοι γὰρ ὡς στρατεύεσθαι ὁρμέαται οἱ Πέρσαι ἐπὶ τὰς πόλις σφέων, ἐλόχησαν τὴν ἐν Πηδάσῳ ὁδόν, ἐς τὴν ἐμπεσόντες οἱ Πέρσαι νυκτὸς διεφθάρησαν καὶ αὐτοὶ καὶ οἱ στρατηγοὶ αὐτῶν, Δαυρίσης καὶ Ἀμόργης καὶ Σισιμάκης·
    Δηλαδή, μαθαίνοντας πως οι Πέρσες ξεκίνησαν με στρατό να χτυπήσουν τις πολιτείες τους, έστησαν καρτέρι στο δρόμο της Πηδάσου, κι οι Πέρσες έπεσαν στην παγίδα τη νύχτα κι αφανίστηκαν και ο στρατός και οι στρατηγοί τους, ο Δαυρίσης κι ο Αμόργης κι ο Σισιμάκης,
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος πκε αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 8, 28.2
    καὶ ὡς ἦλθον, Τισσαφέρνης τῷ πεζῷ παρελθὼν πείθει αὐτοὺς ἐπὶ Ἴασον, ἐν ᾗ Ἀμόργης πολέμιος ὢν κατεῖχε, πλεῦσαι.
    Όταν έφτασαν, πήγε και τους βρήκε ο Τισσαφέρνης με στρατό και τους έπεισε να πάνε να χτυπήσουν την Ίασο, που κατείχε ο εχθρός του Αμόργης.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr