Δείτε επίσης: ακραιφνής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀκραιφνής τὸ ἀκραιφνές
      γενική τοῦ/τῆς ἀκραιφνοῦς τοῦ ἀκραιφνοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀκραιφνεῖ τῷ ἀκραιφνεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀκραιφν τὸ ἀκραιφνές
     κλητική ! ἀκραιφνές ἀκραιφνές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀκραιφνεῖς τὰ ἀκραιφν
      γενική τῶν ἀκραιφνῶν τῶν ἀκραιφνῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀκραιφνέσ(ν) τοῖς ἀκραιφνέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀκραιφνεῖς τὰ ἀκραιφν
     κλητική ! ἀκραιφνεῖς ἀκραιφν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀκραιφνεῖ τὼ ἀκραιφνεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀκραιφνοῖν τοῖν ἀκραιφνοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀκραιφνής < λείπει η ετυμολογία

  Επίθετο επεξεργασία

ἀκραιφνής, -ής, -ές, υπερθετικός: ἀκραιφνέστατος

  1. αμιγής, καθαρός
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἑκάβηw, στίχ. 537 (536-538)
    ἐλθὲ δ᾽, ὡς πίῃς μέλαν | κόρης ἀκραιφνὲς αἶμ᾽, ὅ σοι δωρούμεθα | στρατός τε κἀγώ·
    κι έλα για να πιεις | αίμα παρθένας καθαρό | που σου προσφέρουμε ο στρατός κι εγώ·
    Μετάφραση (1994): Γιώργος Γεραλής, Αθήνα: Σ. Ι. Ζαχαρόπουλος @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἄλκηστις, στίχ. 1052 (1052-1054)
    καὶ πῶς ἀκραιφνὴς ἐν νέοις στρωφωμένη | ἔσται; τὸν ἡβῶνθ᾽, Ἡράκλεις, οὐ ῥᾴδιον | εἴργειν· ἐγὼ δὲ σοῦ προμηθίαν ἔχω.
    Ξέρεις αγνή αν θα κρατηθεί, ως θα τριγυρίζει μες στους νεαρούς; | Δε συγκρατιέται η νιότη. | Κι εγώ, Ηρακλή μου, γνοιάζομαι για σένα.
    Μετάφραση (1972): Θρασύβουλος Σταύρου, Αθήνα: Εστία @greek‑language.gr
  2. αβλαβής, ολόκληρος
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 52.2
    οἱ δὲ τὰς μὲν ναῦς ἄραντες ἀπὸ τῆς γῆς καὶ παραταξάμενοι μετεώρους ἡσύχαζον, ναυμαχίας οὐ διανοούμενοι ἄρχειν ἑκόντες ὁρῶντες προσγεγενημένας τε ναῦς ἐκ τῶν Ἀθηνῶν ἀκραιφνεῖς καὶ σφίσι πολλὰ τὰ ἄπορα ξυμβεβηκότα,
    Οι Κορίνθιοι όμως κατέβασαν τα καράβια τους στη θάλασσα, τα έβαλαν σε παράταξη στ᾽ ανοιχτά, αλλά έμειναν ακίνητοι μη έχοντας κανένα σκοπό να πολεμήσουν αν δεν ήσαν αναγκασμένοι. Έβλεπαν ότι είχαν φτάσει αθηναϊκά καράβια ανέπαφα και ότι είχαν οι ίδιοι ν᾽ αντιμετωπίσουν δύσκολη κατάσταση,
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Θουκυδίδης, Ἱστορίαι, 1, 19.1
    καὶ ἐγένετο αὐτοῖς ἐς τόνδε τὸν πόλεμον ἡ ἰδία παρασκευὴ μείζων ἢ ὡς τὰ κράτιστά ποτε μετὰ ἀκραιφνοῦς τῆς ξυμμαχίας ἤνθησαν.
    Έτσι, από την αρχή του πολέμου αυτού, βρέθηκε να έχουν εξοπλισμό πολύ μεγαλύτερο από ό,τι είχαν ποτέ, ακόμα και όταν η συμμαχία τους ήταν άθικτη.
    Μετάφραση (1965-1968): Άγγελος Σ. Βλάχος, Αθήνα:Γαλαξίας @greek‑language.gr
  3. (+ γενική) άθικτος, ακηλίδωτος
  4. (μεταφορικά) απόλυτος, πλήρης, ολοκληρωτικός

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία