πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακραιφνής η ακραιφνής το ακραιφνές
      γενική του ακραιφνούς* της ακραιφνούς του ακραιφνούς
    αιτιατική τον ακραιφνή την ακραιφνή το ακραιφνές
     κλητική ακραιφνή(ς) ακραιφνής ακραιφνές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακραιφνείς οι ακραιφνείς τα ακραιφνή
      γενική των ακραιφνών των ακραιφνών των ακραιφνών
    αιτιατική τους ακραιφνείς τις ακραιφνείς τα ακραιφνή
     κλητική ακραιφνείς ακραιφνείς ακραιφνή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

επεξεργασία

ακραιφνής, -ής, -ές

  1. ανόθευτος, καθαρός
  2. (για πρόσωπα) γνήσιος

Συνώνυμα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία