Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακραιφνής η ακραιφνής το ακραιφνές
      γενική του ακραιφνούς* της ακραιφνούς του ακραιφνούς
    αιτιατική τον ακραιφνή την ακραιφνή το ακραιφνές
     κλητική ακραιφνή(ς) ακραιφνής ακραιφνές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακραιφνείς οι ακραιφνείς τα ακραιφνή
      γενική των ακραιφνών των ακραιφνών των ακραιφνών
    αιτιατική τους ακραιφνείς τις ακραιφνείς τα ακραιφνή
     κλητική ακραιφνείς ακραιφνείς ακραιφνή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακραιφνής < αρχαία ελληνική ἀκραιφνής

  Επίθετο επεξεργασία

ακραιφνής, -ής, -ές

  1. ανόθευτος, καθαρός
  2. (για πρόσωπα) γνήσιος

Συνώνυμα επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία