ακραιφνώς
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ακραιφνώς < ακραιφνής
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.kɾefˈnos/
Επίρρημα επεξεργασία
ακραιφνώς (τροπικό)
Συγγενικά επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
ακραιφνώς
|
ακραιφνώς (τροπικό)
|