Δείτε επίσης: αδαής

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδαής τὸ ἀδαές
      γενική τοῦ/τῆς ἀδαοῦς τοῦ ἀδαοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀδαεῖ τῷ ἀδαεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδα τὸ ἀδαές
     κλητική ! ἀδαές ἀδαές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδαεῖς τὰ ἀδα
      γενική τῶν ἀδαῶν τῶν ἀδαῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδαέσ(ν) τοῖς ἀδαέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδαεῖς τὰ ἀδα
     κλητική ! ἀδαεῖς ἀδα
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδαεῖ τὼ ἀδαεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀδαοῖν τοῖν ἀδαοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀδαής < ἀ- + -δαής (*δάω (μαθαίνω))

  Επίθετο επεξεργασία

ἀδαής, -ής, -ές, συγκριτικός:ἀδαέστερος

  1. που δεν γνωρίζει πώς να κάνει κάτι
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 2 (Εὐτέρπη), 49.1
    ἤδη ὦν δοκέει μοι Μελάμπους ὁ Ἀμυθέωνος τῆς θυσίης ταύτης οὐκ εἶναι ἀδαὴς ἀλλ᾽ ἔμπειρος.
    Έτσι, μου φαίνεται ότι ο Μελάμπους του Αμυθάωνα δεν είχε άγνοια γι᾽ αυτή τη θυσία αλλά τη γνώριζε καλά.
    Μετάφραση (1992): Λεωνίδας Ζενάκος Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 90.2
    ἔτι δὲ πρὸς τούτοισι ἐνῆγόν σφεας οἱ χρησμοὶ λέγοντες πολλά τε καὶ ἀνάρσια ἔσεσθαι αὐτοῖσι ἐξ Ἀθηναίων, τῶν πρότερον μὲν ἦσαν ἀδαέες, τότε δὲ Κλεομένεος κομίσαντος ἐς Σπάρτην ἐξέμαθον.
    Κι επιπλέον, σα να μην έφταναν αυτά, τους ξεσήκωναν και οι χρησμοί, που έλεγαν πως θα τους βρουν πολλά και πρωτάκουστα απ᾽ τους Αθηναίους· πρωτύτερα δεν είχαν ιδέα για τους χρησμούς αυτούς, αλλά τότε τους έμαθαν καλά, όταν τους έφερε στη Σπάρτη ο Κλεομένης.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
    ※  5ος↑ αιώνας Σοφοκλῆς, Φιλοκτήτης, στίχ. 827
    Ὕπν᾽ ὀδύνας ἀδαής, Ὕπνε δ᾽ ἀλγέων,
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Ξενοφῶν, Κύρου Παιδεία, 1, 6.43 @scaife.perseus
    ὅσα τε γὰρ ἔγωγε ᾔδειν, πολλάκις ἀκήκοας, ἄλλος τε ὅστις ἐδόκει τι τούτων ἐπίστασθαι, οὐδενὸς αὐτῶν ἠμέληκας οὐδʼ ἀδαὴς γεγένησαι.
     συνώνυμα: ἀδαήμων
  2. σκοτεινός, αδιαπέραστος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Παρμενίδης, Περί φύσεως, Απόσπασμα, 8.59, (8.58-8.59) @scaife.perseus
    ἀτὰρ κἀκεῖνο κατ΄ αὐτό
    τἀντία νύκτ΄ ἀδαῆ, πυκινὸν δέμας ἐμβριθές τε.
  3. (ελληνιστική σημασία) (για νεαρή κοπέλα) παρθένα

Συγγενικά επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία