ἀγλευκής
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀγλευκής < ἀ- στερητικό + γλεῦκος
Επίθετο
επεξεργασίαἀγλευκής, -ής, -ές, συγκριτικός :ἀγλευκέστερος
- ξινός, όχι γλυκός
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ ἀφροδίσια, 4.12 @scaife.perseus
- ἢ ὅτι τὰ ἄπεπτα τούς τε χυμοὺς ἀεὶ χείρους ἔχει (ἢ γὰρ ὀξυτέρους ἢ ἁλμυρωτέρους ἢ πικροτέρους) καὶ τὰς ὀσμὰς δυσωδεστέρας, τὰ δὲ πεπεμμένα ἢ γλυκεῖς ἢ ἧττον ἀγλευκεῖς, καὶ τὰς ὀσμὰς εὐωδεστέρας ἢ ἧττον δυσώδεις;
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 46, 6 Λεξιφάνης @wikisource
- οἶνος δὲ ἦν οὐ γέρων, ἀλλὰ τῶν ἀπὸ βύρσης, ἤδη μὲν ἀγλευκής, ἄπεπτος δὲ ἔτι.
- ≈ συνώνυμα: ἀγλυκής
- ≠ αντώνυμα: γλυκύς
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ ἀφροδίσια, 4.12 @scaife.perseus
- (μεταφορικά, για ανθρώπους) δριμύς, αυστηρός
- (μεταφορικά, για στυλ) δριμύς, οξύς, δύσκολος
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη γλεῦκος
Πηγές
επεξεργασία- ἀγλευκής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.