→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀγλευκής τὸ ἀγλευκές
      γενική τοῦ/τῆς ἀγλευκοῦς τοῦ ἀγλευκοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ἀγλευκεῖ τῷ ἀγλευκεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀγλευκ τὸ ἀγλευκές
     κλητική ! ἀγλευκές ἀγλευκές
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀγλευκεῖς τὰ ἀγλευκ
      γενική τῶν ἀγλευκῶν τῶν ἀγλευκῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀγλευκέσ(ν) τοῖς ἀγλευκέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀγλευκεῖς τὰ ἀγλευκ
     κλητική ! ἀγλευκεῖς ἀγλευκ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀγλευκεῖ τὼ ἀγλευκεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ἀγλευκοῖν τοῖν ἀγλευκοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀγλευκής < ἀ- στερητικό + γλεῦκος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀγλευκής, -ής, -ές, συγκριτικός:ἀγλευκέστερος

  1. ξινός, όχι γλυκός
    ※  4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Προβλήματα (αμφίβολο)w Ὅσα περὶ ἀφροδίσια, 4.12 @scaife.perseus
    ἢ ὅτι τὰ ἄπεπτα τούς τε χυμοὺς ἀεὶ χείρους ἔχει (ἢ γὰρ ὀξυτέρους ἢ ἁλμυρωτέρους ἢ πικροτέρους) καὶ τὰς ὀσμὰς δυσωδεστέρας, τὰ δὲ πεπεμμένα ἢ γλυκεῖς ἢ ἧττον ἀγλευκεῖς, καὶ τὰς ὀσμὰς εὐωδεστέρας ἢ ἧττον δυσώδεις;
    ※  2ος κε αιώνας Λουκιανός, 46, 6 Λεξιφάνης @wikisource
    οἶνος δὲ ἦν οὐ γέρων, ἀλλὰ τῶν ἀπὸ βύρσης, ἤδη μὲν ἀγλευκής, ἄπεπτος δὲ ἔτι.
     συνώνυμα: ἀγλυκής
     αντώνυμα: γλυκύς
  2. (μεταφορικά, για ανθρώπους) δριμύς, αυστηρός
  3. (μεταφορικά, για στυλ) δριμύς, οξύς, δύσκολος

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Παράγωγα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία