Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η όρθωση οι ορθώσεις
      γενική της όρθωσης* των ορθώσεων
    αιτιατική την όρθωση τις ορθώσεις
     κλητική όρθωση ορθώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ορθώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

όρθωση < αρχαία ελληνική ὄρθωσις ((σημασιολογικό δάνειο) αγγλική orthosis)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

όρθωση θηλυκό

  1. (λόγιο) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του ορθώνω
  2. (ειδικότερα, ιατρική) αποκατάσταση ορθοπαιδικών ή κινητικών προβλημάτων
  3. (ειδικότερα, ιατρική) είδος νάρθηκα που είτε εμποδίζει είτε βοηθά την κίνηση ενός άκρου ή της σπονδυλικής στήλης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία