όμηρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | όμηρος | οι | όμηροι |
γενική | του/της του |
ομήρου όμηρου |
των | ομήρων |
αιτιατική | τον/την | όμηρο | τους/τις τους |
ομήρους όμηρους |
κλητική | όμηρε | όμηροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- όμηρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ὅμηρος
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαόμηρος αρσενικό ή θηλυκό
- αιχμάλωτος που λαμβάνεται ως εγγύηση ότι θα τηρηθούν οι όροι μιας συμφωνίας
- αιχμάλωτος του οποίου απειλείται ακόμα και η ζωή, αν δεν ικανοποιηθούν οι επιθυμίες ή τα αιτήματα αυτού που τον αιχμαλώτισε.
- οι αεροπειρατές απελευθέρωσαν τους ομήρους μετά από συμφωνία με τις αρχές
- (γενικότερα) που δεν μπορεί να κινηθεί ελεύθερα για να επιλύσει ένα πρόβλημα ή να αντιμετωπίσει μία κατάσταση
- ο πρωθυπουργός είναι όμηρος της εσωκομματικής αντιπολίτευσης
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία όμηρος
|