Δείτε επίσης: όμηρος, Όμηρος, Ὅμηρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ὅμηρος οἱ ὅμηροι
      γενική τοῦ ὁμήρου τῶν ὁμήρων
      δοτική τῷ ὁμήρ τοῖς ὁμήροις
    αιτιατική τὸν ὅμηρον τοὺς ὁμήρους
     κλητική ! ὅμηρε ὅμηροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ὁμήρω
γεν-δοτ τοῖν  ὁμήροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ὅμηρος < ὁμοῦ + ἀραρίσκω [1] [2] [3]

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ὅμηρος αρσενικό

  1. (για πρόσωπα) όμηρος
  2. (για πράγματα) κάτι που κρατιέται ως εγγύηση, εχέγγυο

  Αναφορές επεξεργασία

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Μοντανάρι (Montanari), Φράνκο (Franco) (2013). Σύγχρονο λεξικό της αρχαίας ελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Παπαδήμας. 
  3. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία