Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εχέγγυο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
Ετυμολογία
επεξεργασία
εχέγγυο
< ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου
ἐχέγγυος
Ουσιαστικό
επεξεργασία
εχέγγυο
ουδέτερο
αυτό που αποτελεί ή δίνεται ως
εγγύηση
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εχέγγυο
γαλλικά
:
gage
(fr)
,
garantie
(fr)