Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εχέγγυο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του αρχαίου επιθέτου ἐχέγγυος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

εχέγγυο ουδέτερο

  • αυτό που αποτελεί ή δίνεται ως εγγύηση

  Μεταφράσεις επεξεργασία