Δείτε επίσης: Όμηρος, όμηρος, ὅμηρος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ὅμηρος
      γενική τοῦ Ὁμήρου
      δοτική τῷ Ὁμήρ
    αιτιατική τὸν Ὅμηρον
     κλητική ! Ὅμηρε
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

Ὅμηρος < ὅμηρος[1] [2] < ὁμοῦ + ἀραρίσκω[1]

  Κύριο όνομα επεξεργασία

Ὅμηρος αρσενικό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. 1,0 1,1 Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 
  2. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.

  Πηγές επεξεργασία