ομηρία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ομηρία | οι | ομηρίες |
γενική | της | ομηρίας | των | ομηριών |
αιτιατική | την | ομηρία | τις | ομηρίες |
κλητική | ομηρία | ομηρίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ομηρία < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαομηρία θηλυκό
- η κατάσταση στην οποία βρίσκεται ένας όμηρος
- (μεταφορικά) αδιέξοδη κατάσταση
Μεταφράσεις
επεξεργασία ομηρία