όλμιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
|
Ετυμολογία
επεξεργασία- όλμιο < (λόγιο δάνειο) νεολατινική holmium < λατινική Holmia < σουηδική Stockholm (Στοκχόλμη)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαόλμιο ουδέτερο στον ενικό
- (χημεία) μεταλλικό χημικό στοιχείο, που ανήκει στις λανθανίδες, με ατομικό αριθμό 67 και χημικό σύμβολο το Ho
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όλμιο | τα | όλμια |
γενική | του | όλμιου & ολμίου |
των | όλμιων & ολμίων |
αιτιατική | το | όλμιο | τα | όλμια |
κλητική | όλμιο | όλμια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. Συνήθως στον ενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Δείτε επίσης
επεξεργασία- όλμιο στη Βικιπαίδεια