ωσμόμετρο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ωσμόμετρο | τα | ωσμόμετρα |
γενική | του | ωσμόμετρου & ωσμομέτρου |
των | ωσμόμετρων & ωσμομέτρων |
αιτιατική | το | ωσμόμετρο | τα | ωσμόμετρα |
κλητική | ωσμόμετρο | ωσμόμετρα | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ωσμόμετρο ουδέτερο
- όργανο για την ωσμομέτρηση, τη μέτρηση της ωσμωτικής πίεσης