Δείτε επίσης: οσμομέτρηση

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ωσμομέτρηση οι ωσμομετρήσεις
      γενική της ωσμομέτρησης των ωσμομετρήσεων
    αιτιατική την ωσμομέτρηση τις ωσμομετρήσεις
     κλητική ωσμομέτρηση ωσμομετρήσεις
Η λόγια γενική ενικού σε -εως δε συνηθίζεται σε νεότερες λέξεις.
Κατηγορία όπως «παγκοσμιοποίηση» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ωσμομέτρηση < ώσμωση + -ο- + -μέτρηση ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική osmometry)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ωσμομέτρηση θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία