osmomètre
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ɔs.mɔ.mɛtʁ/
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
osmomètre | osmomètres |
osmomètre (fr) αρσενικό
- το ωσμόμετρο
ενικός | πληθυντικός |
osmomètre | osmomètres |
osmomètre (fr) αρσενικό