ψυχικάρης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ψυχικάρης | η | ψυχικάρα | το | ψυχικάρικο |
γενική | του | ψυχικάρη | της | ψυχικάρας | του | ψυχικάρικου |
αιτιατική | τον | ψυχικάρη | την | ψυχικάρα | το | ψυχικάρικο |
κλητική | ψυχικάρη | ψυχικάρα | ψυχικάρικο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ψυχικάρηδες | οι | ψυχικάρες | τα | ψυχικάρικα |
γενική | των | ψυχικάρηδων | — | των | ψυχικάρικων | |
αιτιατική | τους | ψυχικάρηδες | τις | ψυχικάρες | τα | ψυχικάρικα |
κλητική | ψυχικάρηδες | ψυχικάρες | ψυχικάρικα | |||
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος. Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαψυχικάρης, -α, -ικο
- που κάνει ψυχικό
- (κατ’ επέκταση) (κυρίως το θηλυκό: ψυχικάρα) που έρχεται σε ερωτική επαφή από συμπόνια ή λύπηση
- Έβγαλε αμέτρητες πρωτιές με πρωτοεμφανιζόμενους ερμηνευτές και δημιουργούς, και όλοι τους κάνανε λαμπρή καριέρα στο τραγούδι! Αυτά τα πρωτάκια, (ανάμεσα τους θα αναγνωρίσετε αμέσως τις κατοπινές μεγάλες φίρμες), τα αντιμετωπίζει σαν την ψυχικάρα πόρνη που πρωτοβγάζει στο κλαρί τον τρακαρισμένο έφηβο! (*)
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχικάρης
|