ψυχεδέλεια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψυχεδέλεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychedelia < psychedelic < αρχαία ελληνική ψυχή + δῆλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψυχεδέλεια θηλυκό
- η ονειρώδης κατάσταση που δημιουργείται σε κάποιον από την λήψη παραισθησιογόνων ουσιών, ιδίως LSD
- (κατ’ επέκταση) η παραίσθηση ότι κάποιος βρίσκεται σε τέτοια ονειρώδη κατάσταση εξαιτίας οπτικών ή ακουστικών ερεθισμάτων
Συγγενικά
επεξεργασία- ψυχεδελικός
- ψυχεδελισμός
- → δείτε τις λέξεις ψυχή και δηλώνω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ψυχεδέλεια