Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψυχεδέλεια οι ψυχεδέλειες
      γενική της ψυχεδέλειας των ψυχεδελειών
    αιτιατική την ψυχεδέλεια τις ψυχεδέλειες
     κλητική ψυχεδέλεια ψυχεδέλειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψυχεδέλεια < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychedelia < psychedelic < αρχαία ελληνική ψυχή + δῆλος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψυχεδέλεια θηλυκό

  1. η ονειρώδης κατάσταση που δημιουργείται σε κάποιον από την λήψη παραισθησιογόνων ουσιών, ιδίως LSD
  2. (κατ’ επέκταση) η παραίσθηση ότι κάποιος βρίσκεται σε τέτοια ονειρώδη κατάσταση εξαιτίας οπτικών ή ακουστικών ερεθισμάτων

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία