↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψυχεδελικός η ψυχεδελική το ψυχεδελικό
      γενική του ψυχεδελικού της ψυχεδελικής του ψυχεδελικού
    αιτιατική τον ψυχεδελικό την ψυχεδελική το ψυχεδελικό
     κλητική ψυχεδελικέ ψυχεδελική ψυχεδελικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψυχεδελικοί οι ψυχεδελικές τα ψυχεδελικά
      γενική των ψυχεδελικών των ψυχεδελικών των ψυχεδελικών
    αιτιατική τους ψυχεδελικούς τις ψυχεδελικές τα ψυχεδελικά
     κλητική ψυχεδελικοί ψυχεδελικές ψυχεδελικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψυχεδελικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική psychedelic < αρχαία ελληνική ψυχή + δῆλος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psi.çe.ðe.liˈkos/ αρσενικό
ΔΦΑ : /psi.çe.ðe.liˈci/ θηλυκό
ΔΦΑ : /psi.çe.ðe.liˈko/ ουδέτερο

  Επίθετο

επεξεργασία

ψυχεδελικός, -ή, -ό

  1. που σχετίζεται με την ψυχεδέλεια
  2. που βρίσκεται σε κατάσταση ψυχεδέλειας
  3. (για ουσία) που επιδρά στο κεντρικό νευρικό σύστημα και θεωρείται ότι προκαλεί ψυχοσωματικές αντιδράσεις

  Μεταφράσεις

επεξεργασία