psychédélique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /psi.ke.de.lik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
psychédélique | psychédéliques |
psychédélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
psychédélique | psychédéliques |
psychédélique (fr) αρσενικό ή θηλυκό