psikedela
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikedela | psikedelaj |
αιτιατική | psikedelan | psikedelajn |
psikedela (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | psikedela | psikedelaj |
αιτιατική | psikedelan | psikedelajn |
psikedela (eo)