Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψυχεδελισμός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
ο
ψυχεδελισμ
ός
οι
ψυχεδελισμ
οί
γενική
του
ψυχεδελισμ
ού
των
ψυχεδελισμ
ών
αιτιατική
τον
ψυχεδελισμ
ό
τους
ψυχεδελισμ
ούς
κλητική
ψυχεδελισμ
έ
ψυχεδελισμ
οί
Κατηγορία
όπως «
ναός
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψυχεδελισμός
<
ψυχεδέλεια
+
-ισμός
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ψυχεδελισμός
αρσενικό
η
ψυχεδέλεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψυχεδελισμός
→
δείτε
τη λέξη
ψυχεδέλεια