↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παραισθησιογόνος η παραισθησιογόνος
παραισθησιογόνα
το παραισθησιογόνο
      γενική του παραισθησιογόνου της παραισθησιογόνου
παραισθησιογόνας
του παραισθησιογόνου
    αιτιατική τον παραισθησιογόνο την παραισθησιογόνο
παραισθησιογόνα
το παραισθησιογόνο
     κλητική παραισθησιογόνε παραισθησιογόνε
παραισθησιογόνα
παραισθησιογόνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παραισθησιογόνοι οι παραισθησιογόνοι
παραισθησιογόνες
τα παραισθησιογόνα
      γενική των παραισθησιογόνων των παραισθησιογόνων των παραισθησιογόνων
    αιτιατική τους παραισθησιογόνους τις παραισθησιογόνους
παραισθησιογόνες
τα παραισθησιογόνα
     κλητική παραισθησιογόνοι παραισθησιογόνοι
παραισθησιογόνες
παραισθησιογόνα
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παραισθησιογόνος < παραίσθησις + -γόνος

  Επίθετο

επεξεργασία

παραισθησιογόνος, -α, -ο

⮡  παραισθησιογόνες ουσίες

  Μεταφράσεις

επεξεργασία