↓ πτώσεις |
ενικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
ο |
παραισθησιογόνος |
η |
παραισθησιογόνος & παραισθησιογόνα |
το |
παραισθησιογόνο |
γενική |
του |
παραισθησιογόνου |
της |
παραισθησιογόνου & παραισθησιογόνας |
του |
παραισθησιογόνου |
αιτιατική |
τον |
παραισθησιογόνο |
την |
παραισθησιογόνο & παραισθησιογόνα |
το |
παραισθησιογόνο |
κλητική |
|
παραισθησιογόνε |
|
παραισθησιογόνε & παραισθησιογόνα |
|
παραισθησιογόνο |
↓ πτώσεις |
πληθυντικός |
γένη → |
αρσενικό |
θηλυκό |
ουδέτερο |
ονομαστική |
οι |
παραισθησιογόνοι |
οι |
παραισθησιογόνοι & παραισθησιογόνες |
τα |
παραισθησιογόνα |
γενική |
των |
παραισθησιογόνων |
των |
παραισθησιογόνων |
των |
παραισθησιογόνων |
αιτιατική |
τους |
παραισθησιογόνους |
τις |
παραισθησιογόνους & παραισθησιογόνες |
τα |
παραισθησιογόνα |
κλητική |
|
παραισθησιογόνοι |
|
παραισθησιογόνοι & παραισθησιογόνες |
|
παραισθησιογόνα |
ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «ζημιογόνος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |