ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική παραίσθησῐς αἱ παραισθήσεις
      γενική τῆς παραισθήσεως τῶν παραισθήσεων
      δοτική τῇ παραισθήσει ταῖς παραισθήσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν παραίσθησῐν τὰς παραισθήσεις
     κλητική ! παραίσθησῐ παραισθήσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  παραισθήσει
γεν-δοτ τοῖν  παραισθησέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
παραίσθησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραισθάνομαι, παραισθη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + αἴσθησις.
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: παραίσθηση με διαφορετική σημασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία