παραίσθησις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | παραίσθησῐς | αἱ | παραισθήσεις | ||||
γενική | τῆς | παραισθήσεως | τῶν | παραισθήσεων | ||||
δοτική | τῇ | παραισθήσει | ταῖς | παραισθήσεσῐ(ν) | ||||
αιτιατική | τὴν | παραίσθησῐν | τὰς | παραισθήσεις | ||||
κλητική ὦ! | παραίσθησῐ | παραισθήσεις | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παραισθήσει | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παραισθησέοιν | ||||||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- παραίσθησις (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παραισθάνομαι, παραισθη- + -σις. Μορφολογικά αναλύεται σε παρ- + αἴσθησις.
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ νέα ελληνικά: παραίσθηση με διαφορετική σημασία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπαραίσθησις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις παραισθάνομαι, παρά και αἰσθάνομαι
Πηγές
επεξεργασία- παραίσθησις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.