hallucinogène
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ly.si.nɔ.ʒɛn/
Επίθετο
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
hallucinogène | hallucinogènes |
hallucinogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
hallucinogène | hallucinogènes |
hallucinogène (fr) αρσενικό ή θηλυκό