ψευδοτυχαίος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψευδοτυχαίος (νεολογισμός) < ψευδο- + τυχαίος (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική pseudorandom)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /pse.vðo.tiˈçe.os/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ψευ‐δο‐τυ‐χαί‐ος
Επίθετο
επεξεργασίαψευδοτυχαίος, -α, -ο
- που δίνει την εντύπωση ότι είναι τυχαίος, στην πραγματικότητα όμως έχει δημιουργηθεί με προκαθορισμένο τρόπο
Συγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ψευδοτυχαίος
|