Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψειριάρης η ψειριάρα το ψειριάρικο
      γενική του ψειριάρη της ψειριάρας του ψειριάρικου
    αιτιατική τον ψειριάρη την ψειριάρα το ψειριάρικο
     κλητική ψειριάρη ψειριάρα ψειριάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψειριάρηδες οι ψειριάρες τα ψειριάρικα
      γενική των ψειριάρηδων των ψειριάρικων
    αιτιατική τους ψειριάρηδες τις ψειριάρες τα ψειριάρικα
     κλητική ψειριάρηδες ψειριάρες ψειριάρικα
To ουδέτερο, από τα επίθετα σε -ικος.
Το αρσενικό και το θηλυκό, και ως ουσιαστικά.
Κατηγορία όπως «ζηλιάρης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψειριάρης < ψείρα + -ιάρης

  Επίθετο επεξεργασία

ψειριάρης, -α, -ικο

  1. που έχει ψείρες
  2. (μεταφορικά) βρομιάρης

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία