Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ψειριάρικος η ψειριάρικη το ψειριάρικο
      γενική του ψειριάρικου της ψειριάρικης του ψειριάρικου
    αιτιατική τον ψειριάρικο την ψειριάρικη το ψειριάρικο
     κλητική ψειριάρικε ψειριάρικη ψειριάρικο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ψειριάρικοι οι ψειριάρικες τα ψειριάρικα
      γενική των ψειριάρικων των ψειριάρικων των ψειριάρικων
    αιτιατική τους ψειριάρικους τις ψειριάρικες τα ψειριάρικα
     κλητική ψειριάρικοι ψειριάρικες ψειριάρικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψειριάρικος < ψειριάρης + -ικος

  Επίθετο επεξεργασία

ψειριάρικος

  • που έχει σχέση με ψειριάρη ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία