Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψειριάρικος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψειριάρικ
ος
η
ψειριάρικ
η
το
ψειριάρικ
ο
γενική
του
ψειριάρικ
ου
της
ψειριάρικ
ης
του
ψειριάρικ
ου
αιτιατική
τον
ψειριάρικ
ο
την
ψειριάρικ
η
το
ψειριάρικ
ο
κλητική
ψειριάρικ
ε
ψειριάρικ
η
ψειριάρικ
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψειριάρικ
οι
οι
ψειριάρικ
ες
τα
ψειριάρικ
α
γενική
των
ψειριάρικ
ων
των
ψειριάρικ
ων
των
ψειριάρικ
ων
αιτιατική
τους
ψειριάρικ
ους
τις
ψειριάρικ
ες
τα
ψειριάρικ
α
κλητική
ψειριάρικ
οι
ψειριάρικ
ες
ψειριάρικ
α
Κατηγορία
όπως «
όμορφος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψειριάρικος
<
ψειριάρης
+
-ικος
Επίθετο
επεξεργασία
ψειριάρικος
που έχει σχέση με
ψειριάρη
ή αναφέρεται σ’ αυτόν
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ψείρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψειριάρικος
αγγλικά
:
lousy
(en)