• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
Donate Now If this site has been useful to you, please give today.
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

ψειρής

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Συγγενικά
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)

επεξεργασία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ψειρής οι ψειρήδες
      γενική του ψειρή των ψειρήδων
    αιτιατική τον ψειρή τους ψειρήδες
     κλητική ψειρή ψειρήδες
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
ψειρής < ψείρα + -ής

Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψειρής αρσενικό (θηλυκό: ψειρού)

  1. αυτός που έχει ψείρες
    ≈ συνώνυμα: ψειριάρης, ψειριασμένος, ψειριάρικος
  2. (μεταφορικά)
    1. βρόμικος
    2. τσιγκούνης
    3. απατεώνας
    4. φτωχός που προσπαθεί να δείχνει πλούσιος

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη ψείρα

Μεταφράσεις

επεξεργασία
    ψειρής
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=ψειρής&oldid=7113951"
Τελευταία επεξεργασία στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:52

Γλώσσες

      Αυτή η σελίδα δεν είναι διαθέσιμη σε άλλες γλώσσες.

      Βικιλεξικό
      • Wikimedia Foundation
      • Powered by MediaWiki
      • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 11 Μαΐου 2025, στις 19:52.
      • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 4.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
      • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
      • Σχετικά με Βικιλεξικό
      • Αποποίηση ευθυνών
      • Κώδικας συμπεριφοράς
      • Προγραμματιστές
      • Στατιστικά
      • Δήλωση cookie
      • Όροι χρήσης
      • Επιφάνεια εργασίας