ψειρής
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ψειρής | οι | ψειρήδες |
γενική | του | ψειρή | των | ψειρήδων |
αιτιατική | τον | ψειρή | τους | ψειρήδες |
κλητική | ψειρή | ψειρήδες | ||
Κατηγορία όπως «μπαλωματής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψειρής αρσενικό (θηλυκό: ψειρού)
- αυτός που έχει ψείρες
- (μεταφορικά)
- βρόμικος
- τσιγκούνης
- απατεώνας
- φτωχός που προσπαθεί να δείχνει πλούσιος
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη ψείρα
Μεταφράσεις επεξεργασία
ψειρής
|