ψειρού
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ψειρού | οι | ψειρούδες |
γενική | της | ψειρούς | των | ψειρούδων |
αιτιατική | την | ψειρού | τις | ψειρούδες |
κλητική | ψειρού | ψειρούδες | ||
Κατηγορία όπως «αλεπού» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ψειρού θηλυκό
- θηλυκό του ψειρής
- (μεταφορικά) η φυλακή
Μεταφράσεις επεξεργασία
φυλακή
|