Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψειριασμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Μετοχή
1.1.1
Συγγενικά
1.1.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψειριασμέν
ος
η
ψειριασμέν
η
το
ψειριασμέν
ο
γενική
του
ψειριασμέν
ου
της
ψειριασμέν
ης
του
ψειριασμέν
ου
αιτιατική
τον
ψειριασμέν
ο
την
ψειριασμέν
η
το
ψειριασμέν
ο
κλητική
ψειριασμέν
ε
ψειριασμέν
η
ψειριασμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψειριασμέν
οι
οι
ψειριασμέν
ες
τα
ψειριασμέν
α
γενική
των
ψειριασμέν
ων
των
ψειριασμέν
ων
των
ψειριασμέν
ων
αιτιατική
τους
ψειριασμέν
ους
τις
ψειριασμέν
ες
τα
ψειριασμέν
α
κλητική
ψειριασμέν
οι
ψειριασμέν
ες
ψειριασμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
ψειριασμένος, -η, -ο
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
του ρήματος
ψειριάζω
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τη λέξη
ψείρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψειριασμένος
→
δείτε
τη λέξη
ψειριάρικος