Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φθειρικός η φθειρική το φθειρικό
      γενική του φθειρικού της φθειρικής του φθειρικού
    αιτιατική τον φθειρικό τη φθειρική το φθειρικό
     κλητική φθειρικέ φθειρική φθειρικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φθειρικοί οι φθειρικές τα φθειρικά
      γενική των φθειρικών των φθειρικών των φθειρικών
    αιτιατική τους φθειρικούς τις φθειρικές τα φθειρικά
     κλητική φθειρικοί φθειρικές φθειρικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

φθειρικός < φθείρα + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

φθειρικός, -ή, -ό

  1. που έχει σχέση με τις φθείρες ή αναφέρεται σ’ αυτές
  2. ψειριάρης

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία