Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψίλωση οι ψιλώσεις
      γενική της ψίλωσης* των ψιλώσεων
    αιτιατική την ψίλωση τις ψιλώσεις
     κλητική ψίλωση ψιλώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ψιλώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψίλωση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψίλω(σις) + -ση (-ωση) < ψιλῶ (-όω)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpsi.lo.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψή‐λω‐ση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ψίλωση θηλυκό

  1. η απογύμνωση κυρίως περιοχής από δέντρα, η αποψίλωση
  2. (γλωσσολογία) η σταδιακή απώλεια της προφοράς του χι στην αρχή λέξεων της ελληνικής γλώσσας, φαινόμενο που άρχισε ήδη από την αρχαϊκή εποχή (π.χ. στη Λέσβο) και ολοκληρώθηκε τον 3ο ή το πολύ τον 4ο αιώνα μ.Χ. στις υπόλοιπες ελληνόφωνες περιοχές
  3. (γραμματική) το αποτέλεσμα του ψιλώνω, η χρήση, εφαρμογή του πνεύματος της ψιλής από τους γραμματικούς της Αλεξάνδρειας στα κεφαλαία και στα πεζά φωνήεντα, ώστε να προφέρονται ελαφρά, σε αντιδιαστολή προς όσα φωνήεντα (και σύμφωνα) δάσυναν ώστε να προφέρονται πιο σκληρά ή με ένα ήπιο χι
  4. (παρωχημένο) η αλωπεκία, η πτώση των τριχών του κεφαλιού (έννοια που διατηρήθηκε μέχρι τις αρχές του 20ου αιώνα)
  5. (παρωχημένο) η αποτρίχωση στη βυζαντινή και αρχαιοελληνική κοινωνία, με τη βοήθεια ψιλόθρων

Σύνθετα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία