ψίλωσις
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψίλωσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψίλωσις
Ουσιαστικό
επεξεργασίαψίλωσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)
- (γραμματική) η ψίλωση, η χρησιμοποίηση του πνεύματος ψιλή (λατινικά spiritus lenis)
- ※ [γλώσσα: ελληνιστική κοινή] 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Commentarii ad Homeri Odysseam, Commentarii ad Homeri Iliadem et Odysseam, Τόμος 5, 263.16. σελ.253@books.google
- Ἰστέον δὲ ὡς εἰ καὶ Ἰώνων ἐστίν ἡ ψίλωσις τοῦ ἐπίστιον.
- → λείπει η μετάφραση
- ※ [γλώσσα: ελληνιστική κοινή] 12ος αιώνας ⌘ Ευστάθιος Θεσσαλονίκης, Commentarii ad Homeri Odysseam, Commentarii ad Homeri Iliadem et Odysseam, Τόμος 5, 263.16. σελ.253@books.google
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ψίλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ψῑλωσ- | |||||
ονομαστική | ἡ | ψίλωσῐς | αἱ | ψιλώσεις | |
γενική | τῆς | ψιλώσεως | τῶν | ψιλώσεων | |
δοτική | τῇ | ψιλώσει | ταῖς | ψιλώσεσῐ(ν) | |
αιτιατική | τὴν | ψίλωσῐν | τὰς | ψιλώσεις | |
κλητική ὦ! | ψίλωσῐ | ψιλώσεις | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ψιλώσει | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ψιλωσέοιν | |||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαψίλωσις θηλυκό
- το χώρισμα κρέατος από κόκαλο
- (ελληνιστική σημασία) το κούρεμα των μαλλιών από το κεφάλι
- (ελληνιστική σημασία) η αποψίλωση
Πηγές
επεξεργασία- ψίλωσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.