Ετυμολογία

επεξεργασία
ψίλωσις < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψίλωσις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψίλωσις θηλυκό (ελληνιστική κοινή)

Παράγωγα

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ψῑλωσ-
ονομαστική ψίλωσῐς αἱ ψιλώσεις
      γενική τῆς ψιλώσεως τῶν ψιλώσεων
      δοτική τῇ ψιλώσει ταῖς ψιλώσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν ψίλωσῐν τὰς ψιλώσεις
     κλητική ! ψίλωσῐ ψιλώσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ψιλώσει
γεν-δοτ τοῖν  ψιλωσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ψίλωσις < ψιλόω-ψιλῶ, ψιλω- + -σις

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ψίλωσις θηλυκό

  1. το χώρισμα κρέατος από κόκαλο
  2. (ελληνιστική σημασία) το κούρεμα των μαλλιών από το κεφάλι
  3. (ελληνιστική σημασία) η αποψίλωση