χρησιμοθήρας
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχρησιμοθήρας αρσενικό
Συγγενικά
επεξεργασία- χρησιμοθηρία
- χρησιμοθηρικά
- χρησιμοθηρικός
- χρησιμοθηρικώς
- χρησιμοθηρώ
- → δείτε τις λέξεις χρήσιμος και θήρα
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρησιμοθήρας
|