Δείτε επίσης: Χουμέρι

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χουνέρι τα χουνέρια
      γενική του χουνεριού των χουνεριών
    αιτιατική το χουνέρι τα χουνέρια
     κλητική χουνέρι χουνέρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Σπάνιες οι γενικές πτώσεις.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χουνέρι < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική هنر (huner) (τουρκική hüner[1]) < περσική هنر (honar, δεξιοτεχνία, τέχνη) [2]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xuˈne.ɾi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χου‐νέ‐ρι

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χουνέρι ουδέτερο

  1. (οικείο, λαϊκότροπο) ενέργεια που αποσκοπεί στην εξαπάτηση
  2. (οικείο, λαϊκότροπο) πάθημα που οφείλεται σε εξαπάτηση [3]
     συνώνυμα: κάζο

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • χνέρι (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Μεταφράσεις προς κατάταξη κατά έννοια

  Αναφορές επεξεργασία

  1. hüner - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν
  2. χουνέρι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  3. «χουνέρι» ως λαϊκ. (λαϊκό) - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)