χουζούρι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χουζούρι | τα | χουζούρια |
γενική | του | χουζουριού | των | χουζουριών |
αιτιατική | το | χουζούρι | τα | χουζούρια |
κλητική | χουζούρι | χουζούρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαχουζούρι ουδέτερο
- το να ξεκουράζεται κάποιος τεμπελιάζοντας και να απολαμβάνει την κατάσταση αυτή