χουζούρης
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- χουζούρης < χουζούρ(ι) + -ης
Ουσιαστικό επεξεργασία
χουζούρης αρσενικό
- αυτός που του αρέσει ή έχει τώρα διάθεση για χουζούρεμα
Συνώνυμα επεξεργασία
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη χουζούρι
Μεταφράσεις επεξεργασία
χουζούρης
|