χουζούρεμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χουζούρεμα < χουζουρε(ύω) + -μα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχουζούρεμα ουδέτερο
- η ενέργεια του χουζουρεύω, η τεμπέλικης διάθεσης παραμονή στο κρεβάτι μετά το ξύπνημα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη χουζούρι
Μεταφράσεις
επεξεργασία χουζούρεμα
|