Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χοντροδεμένος η χοντροδεμένη το χοντροδεμένο
      γενική του χοντροδεμένου της χοντροδεμένης του χοντροδεμένου
    αιτιατική τον χοντροδεμένο τη χοντροδεμένη το χοντροδεμένο
     κλητική χοντροδεμένε χοντροδεμένη χοντροδεμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χοντροδεμένοι οι χοντροδεμένες τα χοντροδεμένα
      γενική των χοντροδεμένων των χοντροδεμένων των χοντροδεμένων
    αιτιατική τους χοντροδεμένους τις χοντροδεμένες τα χοντροδεμένα
     κλητική χοντροδεμένοι χοντροδεμένες χοντροδεμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χοντροδεμένος < χοντρο- + δεμένος

  Επίθετο επεξεργασία

χοντροδεμένος, -η, -ο

  1. (γενικότερα) που έχει χοντρή ή ογκώδη κατασκευή ή δομή («δέσιμο»)
    ※  Δείχνει ένα δέντρο με γέρικο, χοντροδεμένο κορμό (από το άρθρο της Βασιλικής Χρυσοστομίδου, «Από το σχολείο στον ελαιώνα μέχρι τη … Δανία», kathimerini.gr (20 Σεπτεμβρίου 2014)· πρόσβαση: 2020-06-04)
  2. (ειδικότερα) πρόσωπο που έχει χοντρό ή ογκώδη σωματότυπο
    ※  Είναι μια περίφημη αντρογυναίκα! Ψηλή. Χοντροδεμένη (από το διήγημα του Γιώργου Δενδρινού (1904-1938) «Ειρήνη υμίν», στη συλλογή αφηγημάτων: Ειρήνη υμίν, επιμέλεια: Ε.Χ. Γονατάς (Αθήνα: Στιγμή, 1988), σ. 14)

  Μεταφράσεις επεξεργασία