Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αντρογυναίκα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Δείτε επίσης
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
η
αντρογυναίκ
α
οι
αντρογυναίκ
ες
γενική
της
αντρογυναίκ
ας
των
αντρογυναικ
ών
αιτιατική
την
αντρογυναίκ
α
τις
αντρογυναίκ
ες
κλητική
αντρογυναίκ
α
αντρογυναίκ
ες
Κατηγορία
όπως «
σοφία
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
αντρογυναίκα
, σύνθετη λέξη <
αντρο-
+
γυναίκα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αντρογυναίκα
θηλυκό
γυναίκα
που έχει τη σωματική διάπλαση ενός
άντρα
(
μεταφορικά
) αυτή που έχει συμπεριφορά που συνήθως αποδίδεται σε άντρα
Δείτε επίσης
επεξεργασία
άντρας
γυναίκα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αντρογυναίκα
ισπανικά
:
marimacho
(es)
,
virago
(es)