↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αντρογυναίκα οι αντρογυναίκες
      γενική της αντρογυναίκας των αντρογυναικών
    αιτιατική την αντρογυναίκα τις αντρογυναίκες
     κλητική αντρογυναίκα αντρογυναίκες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αντρογυναίκα, σύνθετη λέξη < αντρο- + γυναίκα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αντρογυναίκα θηλυκό

  1. γυναίκα που έχει τη σωματική διάπλαση ενός άντρα
  2. (μεταφορικά) αυτή που έχει συμπεριφορά που συνήθως αποδίδεται σε άντρα

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία