χολαγγειίτιδα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χολαγγειίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: λόγιο δάνειο από τη γαλλική cholangite ή λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cholangitis. Μορφολογικά αναλύεται σε χολ(ή) + αγγειίτιδα < αρχαία ελληνική χολή + αρχαία ελληνική ἀγγεῖον + -ιδα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχολαγγειίτιδα θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- χολαγγειογραφία
- χολαγγειοκαρκίνωμα
- → και δείτε τις λέξεις χολή, αγγειίτιδα και αγγείο
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χολαγγειίτιδα
Πηγές
επεξεργασία- χολαγγειίτιδα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)