αγγειίτιδα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αγγειίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική angiitis + -ιδα < αρχαία ελληνική ἀγγεῖον
Ουσιαστικό επεξεργασία
αγγειίτιδα θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αγγείο
αγγειίτιδα θηλυκό