Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χολαγγειογραφία οι χολαγγειογραφίες
      γενική της χολαγγειογραφίας των χολαγγειογραφιών
    αιτιατική τη χολαγγειογραφία τις χολαγγειογραφίες
     κλητική χολαγγειογραφία χολαγγειογραφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χολαγγειογραφία < χολ(ή) + αγγειογραφία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χολαγγειογραφία θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία