Δείτε επίσης: Χιλιανός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιανός η χιλιανή το χιλιανό
      γενική του χιλιανού της χιλιανής του χιλιανού
    αιτιατική τον χιλιανό τη χιλιανή το χιλιανό
     κλητική χιλιανέ χιλιανή χιλιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιανοί οι χιλιανές τα χιλιανά
      γενική των χιλιανών των χιλιανών των χιλιανών
    αιτιατική τους χιλιανούς τις χιλιανές τα χιλιανά
     κλητική χιλιανοί χιλιανές χιλιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

χιλιανός < Χιλή + -ιανός

  Επίθετο επεξεργασία

χιλιανός, -ή, -ό

  • που ανήκει ή αναφέρεται στη Χιλή ή κατάγεται από τη χώρα αυτή

  Μεταφράσεις επεξεργασία