Δείτε επίσης: Χιλιανός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο χιλιανός η χιλιανή το χιλιανό
      γενική του χιλιανού της χιλιανής του χιλιανού
    αιτιατική τον χιλιανό τη χιλιανή το χιλιανό
     κλητική χιλιανέ χιλιανή χιλιανό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι χιλιανοί οι χιλιανές τα χιλιανά
      γενική των χιλιανών των χιλιανών των χιλιανών
    αιτιατική τους χιλιανούς τις χιλιανές τα χιλιανά
     κλητική χιλιανοί χιλιανές χιλιανά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
χιλιανός < Χιλιανός < Χιλ(ή) + -ιανός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /çi.ʎaˈnos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χι‐λια‐νός

  Επίθετο

επεξεργασία

χιλιανός, -ή, -ό

  • που ανήκει ή αναφέρεται στη Χιλή ή κατάγεται από τη χώρα αυτή

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη Χιλή

  Μεταφράσεις

επεξεργασία